χιονομετρία

χιονομετρία
η снегомерная съёмка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χιονομετρία" в других словарях:

  • χιονομετρία — η, Ν (μετεωρ.) τεχνική που εφαρμόζεται από τους μετεωρολόγους για τη μέτρηση τών χιονοπτώσεων σε έναν δεδομένο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μετρία*] …   Dictionary of Greek

  • χιονομετρικός — ή, ό, Ν [χιονομετρία] (μετεωρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χίονομετρία και στο χιονόμετρο …   Dictionary of Greek

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»